- ἐξέγειρα
- ἐξεγείρωawakenaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οὑξεγείρας — ἐξεγείρᾱς , ἐξεγείρω awaken aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεγείρας — ἐξεγείρᾱς , ἐξεγείρω awaken aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεγείρασα — ἐξεγείρᾱσα , ἐξεγείρω awaken aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξεγείρω — εξήγειρα και εξέγειρα, εξεγέρθηκα, εξεγερμένος 1. εξάπτω, εξοργίζω, προκαλώ τη βίαιη αντίδραση: Η βαριά φορολογία θα εξεγείρει τους εργαζόμενους. 2. ξεσηκώνω σε επανάσταση, κάνω κάποιο να επαναστατήσει: Ο Υψηλάντης εξήγειρε τους Έλληνες. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)